Messa: Οι Ιταλοί προσκυνητές της doom, η μαγεία του folklore και το καλύτερο album τους ως τώρα

Τους Ιταλούς Messa, τους ανακάλυψα τυχαία από τις προτάσεις του Spotify. Μία ακρόαση των albums τους, ήταν αρκετή για να κλείσω άμεσα εισιτήριο να τους δω live στο επερχόμενο τότε «Mammoth Festival» του Ιουλίου.

Αρκετούς μήνες μετά το φεστιβάλ στο Ακόντισμα Νέας Καρβάλης, εκτός από τις εξαιρετικές, μεταξύ άλλων, εμφανίσεις των Αμερικανών «Sasquatch» και των Βρετανών «Green Lung», στα αδιαμφησβήτητα highlights του τετραημέρου είναι το live act αυτής της μαγικής μπάντας.

Είναι σχεδόν αδύνατον να μεταφέρω με λόγια το κλίμα που υπήρχε μεταξύ μας όσο έπαιζαν στην σκηνή. Η παρουσία τους, μας μετέδωσε τη σκοτεινιά του νέου doom album τους «Close» όπου όπως και στο προηγούμενο «Feast of Water» πιστά αποκλίνουν από ένα και μόνο μουσικό είδος, χωρίς όμως να παράγουν απλώς crossover δίσκους. Η Sarah Bianchin, η τραγουδίστρια τους, συνεπήρε κοινό και ουρανό. Όταν άρχισε να βρέχει, σχεδόν κανείς δεν κουνήθηκε από την θέση του. Η βροχή έπεφτε στα μαλλιά της Sarah όσο τραγουδούσε. Το ενδεχόμενο να κάλεσε εκείνη τη βροχή είναι πολύ πιθανό. Οι ιδιαιτέρως ένθερμοι μαυροντυμένοι φανς παρέμειναν στις πρώτες σειρές, εγώ έκανα παραδίπλα το ίδιο ανοίγοντας την – καθόλου μέταλ – ροζ ομπρέλα μου και αποχωρήσαμε μόνο όταν αναγκαστικά διακόπηκε το live.

Tasos Agapis Photography

Στον νέο δίσκο, η σκοτεινή βαριά ατμόσφαιρα της doom metal και της stoner καλά κρατεί, όμως στα κομμάτια τους υπάρχουν progressive επιρροές αλλά και ήχοι από την Μέση Ανατολή ή ακόμη και jazz ή (άρρωστα) blues solos.

Στο εξώφυλλο πρωταγωνιστούν τρεις γυναίκες χορεύτριες από την Αλγερία, οι οποίες χορεύουν τον παραδοσιακό χορό «Nakh», όπως τις απαθανάτισε ο  E. M. Schutz σε φωτογραφία που χρονολογείται κάπου ανάμεσα στο 1930 και 1940. Τον ίδιο χορό βλέπουμε να χορεύουν τελετουργικά οι χορεύτριες στο videoclip «Pilgrim». Εδώ, τέσσερις γυναίκες μαζί με την Sarah, περπατούν στα αμμώδη σύνορα μεταξύ Αλγερίας και Τυνησίας. Οι γυναικείες φιγούρες χορεύουν με απλές επαναλαμβανόμενες κινήσεις που θυμίζουν έντονα headbanging σε αργή κίνηση και εκφράζουν απόλυτα το κλίμα από το σύνολο των ετερόκλητων μουσικών επιρροών των Messa στο τρίτο τους album. Μια εναλλακτική κατάσταση συνειδητότητας επιτυγχάνεται από την επαναλαμβανόμενη αυτή κίνηση των κεφαλιών τους και έτσι γίνονται προσκυνητές στην μουσική που δεν έχει σύνορα και «λατρεύουν» σαν σε προσευχή.

Waters so quiet I don’t have a warder / A sunny mist Time does not eat me / Coming here Sets me free / Free of charge / Towers so high I can’t see a border / Up on the peak / Time does not fit me / Roaming here Sets me free / Free of charge

Στην αρχή, τα παραδοσιακά όργανα συνοδεύουν τη φωνή της Sarah που ακούγεται ήρεμη, βαθιά και αγνή, σαν ύμνος ξεχασμένος από το παρελθόν. Μόλις ξεκινά το βαρύ κιθαριστικό κύριο μέρος του κομματιού, ο ακροατής εισέρχεται στη σκοτεινή και γνώριμη doom ατμόσφαιρα που εθίζει και απελευθερώνει. Παρακολουθεί πλέον σε δύο παράλληλα πλάνα τον χορό των γυναικών στην έρημο και το headbanging των Messa στο βραχώδες εσωτερικό μιας σπηλιάς. Μαύρα αέρινα φορέματα δίνουν τη θέση τους σε μαύρα biker jackets και band t – shirts, τόσο διαφορετικά κι όμως τόσο όμοια σε αυτό το υπερβατικό καθεστώς. To «κλασσικό» headbanging λαμβάνει έτσι ρόλο τελετουργικό, παραλληλίζεται με τον χορό «Nakh» και μαζί εκφράζουν την ταυτότητα της ίδιας της μπάντας που μουσικά δείχνει να μην περιορίζεται πουθενά και καλώς πράττει.

Πίσω στο opening track του δίσκου, ακούμε εν αρχή το «Suspended». Μινιμαλιστικό, doom, δεν βιάζεται ως προς την εξέλιξή του στα 7:26 λεπτά που διαρκεί. Τα πάντα μελωδικά, κρυστάλλινα φωνητικά της Sarah ακολουθούν τον βαρύ αργό ρυθμό μέχρι το free jazz solo του κιθαρίστα Matteo Bordin που θα ανοίξει το δρόμο για το δεύτερο κομμάτι, «Dark Horse», που ως αντίβαρο του προηγούμενου, ξεκινά δυναμικά και γρήγορα σε ένα πιο παραδοσιακό metal πρότυπο.

Τα «Orphalese» και «Hollow» μας επαναφέρουν στις world επιρροές, με όργανα όπως το μαντολίνο και το ούτι να παίζουν μαζί με το βαρύ μπάσο και την κιθάρα των Messa.

Σε άλλα κομμάτια όπως το συντομότατο «Leffotrack» αφήνουν την παράδοση στην άκρη και εξερευνούν τα μέταλ και grindcore όρια τους σε μη αναμενόμενα μονοπάτια για την doom ή τη stoner πεπατημένη.

Στο «0=2», ένα από τα αγαπημένα μου κομμάτια στον δίσκο, επιστρέφουμε στην μυσταγωγία της doom – folk. H μελωδία είναι εθιστική, οι ρυθμοί αργά αργά ανεβαίνουν, το κλίμα βαρύ και ταιριαστό του ονόματος Messa μέχρι το ταυτόχρονο, χαοτικό κρεσέντο όλων των οργάνων που είτε εθίζει είτε απομακρύνει τον ακροατή. Ανήκω ξεκάθαρα στην πρώτη κατηγορία.

Προτελευταίο, επίσης αγαπημένο, κομμάτι του δίσκου, το «If You Want Her to be Taken». Προσωπικά, το ερμηνεύω ως θλιμμένη προειδοποίηση. Το blues κιθαριστικό τμήμα, μετά από την prog-doom βάση του, εντείνει το «βάλε ουίσκι να σ’ τα πω» ερωτευμένο αίσθημα που μου αφήνει το κομμάτι. Πολύ όμορφα, η εικόνα που πλάθουν οι Messa γίνεται μεταφυσική με την αναφορά στη μυθολογική φιγούρα του «Green Man». Έτσι οι Messa αγγίζουν το folk, occult στοιχείο που τόσο έχει αγαπηθεί από πολλές μπάντες του heavy rock και όχι μόνο ήχου.

If you want her/ To be taken/ What can I do/ When the bell rings?/ While the green man/ Digs her underworld throne/ Seasons change/ Underground she resides/ Life it unfolds when you don’t expect it

Σε αντίστοιχο doom – rock, occult κλίμα, οι Messa αισίως μας αποχαιρετούν με το «Serving Him». Πιο ήσυχο, το κομμάτι που κλείνει το συνθετικό αριστούργημα του 2020, σχεδόν μυστηριακά κλείνει το προσευχητάρι τους και μας κλείνει το μάτι για τα επόμενα albums.

Three steps of fire, the feel of night/ Blue spitting shadow becoming/ Through present and past, the joy of fight/ Invisible trait and he left/ He really wants you/ He really wants you to/ Knowing who dares to/ Breed pestilence

Αγαπητοί Messa, τα σέβη μου.

«I am»: Στην μετά Stranger Things εποχή, o Jamie Bower ως σκοτεινός ιερέας μας προσηλυτίζει μέσα από ένα εθιστικό single

Ο Bower μας συστήνεται ξανά. Μας ξεναγεί στο δικό του Upside Down και μας λέει ότι η σκοτεινή του αισθητική που εκφράζεται επί της οθόνης και επί σκηνής, καλλιτεχνικά τον χαρακτηρίζει. Αυτός είναι.

Οι σκοτεινοί, σατανικοί χαρακτήρες, ταίριαζαν ανέκαθεν στον Jamie Bower Campbell, τον οποίον επιλέγουν παραδοσιακά για ρόλους villains στην έως τώρα καριέρα του ως ηθοποιού. Τον θυμόμαστε ως νεαρό Grindelwald στο «Harry Potter» και το «Fantastic Beasts», ως τον μοχθηρό βρικόλακα Caious στα Twillight. Να θυμίσω δειλά, για όσους εξ ημών fantasy βιβλιοφάγους έχει τη σημασία του, ότι πρωταγωνιστούσε ως Jace στην ταινία «Mortal Instruments», εκεί όμως έκανε τον καλό τσοπερά – κυνηγό δαιμόνων, οπότε δεν μετράει. Ο Bower, απέκτησε παγκόσμια αναγνωρισιμότητα, ως Henry Creel/One/Vecna στην τέταρτη σεζόν του Stranger Things. Εκεί, το απόλυτα κακό αγόρι με τις υπερφυσικές δυνάμεις, δεν περιορίστηκε στην δολοφονία της οικογένειάς του, αλλά επιχειρεί ως εξόριστος ενήλικας να κυριαρχήσει στον κόσμο μας, μετά από μια επιτυχημένη δυναστεία στην αραχνιασμένη διάσταση του Upside Down.

Η χαρακτηριστική βαρύτονη φωνή του, που έκανε τόσο επιτυχημένο τον χαρακτήρα του απόλυτου villain Vecna, ευτυχώς για εμάς, δεν περιορίζεται στους μισητούς χαρακτήρες που υποδύεται. Η φωνή του, ταιριάζει στην προσωπική του αισθητική και αυτό συνθέτει το σκοτεινό, ελκυστικό προφίλ του Jamie Bower στην solo μουσική του καριέρα. Αν και Βρετανός, επιλέγει το country – western genre στα τέσσερα singles που έχει κυκλοφορήσει μέσα στο 2022, με τον ίδιο να δηλώνει στο Vulture: “Πάντα έγραφα country και western μουσική. Αγαπώ την δομή ενός country κομματιού. Είναι πάντα απολαυστική διαδικασία, έχει κλασσική αξία” . Έχει επηρεαστεί από τον Johny Cash, από την δισκογραφία του οποίου έχει διασκευάσει το «God’s Gonna Cut You Down» με το «Run On», τον Charlie Daniels, τον Tom Waits και τον Nick Cave, τον B.B. King και τον Buddy Guy. Το ευρύτερο μουσικό project στο οποίο δουλεύει συνδέεται με τις εικόνες της Κόλασης ή του Purgatorium του Δάντη. Η αισθητική του αυτή εκφράζεται μέσω της country επειδή αυτή του προσφέρει άμεση καλλιτεχνική δημιουργία, την απολαμβάνει και του βγαίνει αβίαστα.

Πριν από λίγες μέρες, την 12η Αυγούστου του σωτήριου έτους 2022, όσο ακόμη ήταν νωπές οι μνήμες μας από την ανατριχίλα που μας προκάλεσαν τα δύο parts του Stranger Things, ο Bower κυκλοφόρησε το τέταρτο single του για φέτος, με τίτλο «I Am», και ω θεοί, HE IS indeed.

Στην μετά Stranger Things εποχή, ο Bower μας συστήνεται ξανά. Μας λέει ότι η σκοτεινή του αισθητική που εκφράζεται επί της οθόνης και επί σκηνής, καλλιτεχνικά τον χαρακτηρίζει. Αυτός είναι.

Εκεί, απρόσωπες μαυροφορεμένες φιγούρες, γυναίκες και άνδρες, μας υποδέχονται σε μια έρημη Aμερικάνικη εκκλησία στη μέση του πουθενά. Χτυπούν τα χέρια και τα πόδια τους ρυθμικά. Τα drums τους ακολουθούν. Μία φιγούρα κατευθύνεται προς την εκκλησία, ο Jamie Bower μπαίνει στην αίθουσα και λαμβάνει την πρωταγωνιστική του θέση ως ιεροκήρυκας στον άμβωνά του. Ένα πλατύγυρο μαύρο καπέλο στολίζει σαν σκοτεινό φωτοστέφανο το κεφάλι του. Βρίσκει τη σελίδα του στην ανοικτή Βίβλο μπροστά του και ξεκινά η λειτουργία μέσα από το θεαματικό του κήρυγμα.

Προς το παρόν απευθύνεται σε εμάς, το κοινό – ακροατή και περιγράφει τις μορφές που μπορεί να αλλάξει, άψυχες ή έμψυχες, μια αναφορά στην πολυμορφικότητα των υπερφυσικών ή θεϊκών όντων που μας παραπέμπει σε μια ιδιότητα ιστορικά γνωστή στην θρησκειολογία, την μυθολογία, και βεβαίως στην τέχνη και πλέον την pop κουλτούρα (βλ. το πρόσφατο, τρομακτικά όμοιο παράδειγμα της μάχης στο The Sandman για να μην ανατρέξουμε στον Δία).

Είμαι ο άγγελος, είμαι ο δαίμονας, είμαι το νεογέννητο ελάφι, οι πρώτες του φράσεις. Εδώ ο ιερέας, είναι άλλοτε αγγελικός κι άλλοτε δαιμονικός για να εξυπηρετήσει τους σκοπούς του και σε αυτή τη λειτουργία, μας προειδοποιεί τελετουργικά ότι ο σατανάς έρχεται για εμάς και πρέπει να σιγουρευτούμε ότι έχουμε πληρώσει το χρέος μας. Διακρίνουμε μία ακόμη ίσως αναφορά από τα blues, στην γνωστή συμφωνία με τον διάβολο, ο οποίος μοιραία θα επιστρέψει για να συλλέξει τα χρέη που οφείλουν στον σατανικό τους ευεργέτη.

Είμαι ένας άγγελος, είμαι ένας δαίμονας, είμαι ένα νεογέννητο ελάφι

είμαι η αγριόγατα, στην άκρη της χαραυγής

είμαι ο ωκεανός, είμαι η μαύρη πέτρα που έριξες μόνος σου

(*εδώ εκτός από την έκφραση cast a stone, ίσως υπάρχει αναφορά στην μαύρη πέτρα στο Kaaba από την Ισλαμική Θρησκευτική ιστορία. Λέγεται ότι η μαύρη αυτή πέτρα ήταν αρχικά ένας άγγελος που τοποθετήθηκε από τον Θεό στον κήπο της Εδέμ. Ο άγγελος ήταν απών όταν ο Αδάμ έφαγε το μήλο κι έτσι ο θεός τον τιμώρησε, μετατρέποντας τον σε μαύρη πέτρα)

Είμαι το όρνιο, είμαι ο αετός, είμαι ο αθώος

Προτού, ο Διάβολος έρθει για ‘σένα

Σιγουρέψου, ότι πλήρωσες το χρέος σου

Το κρασί συμβολικά, χύνεται στην αίθουσα. Η Βίβλος σηκώνεται από τον ιεροκήρυκα σε περίοπτη θέση. Η ατμόσφαιρα δικαίως μας φαινόταν εξαρχής σατανική. Ο ανάποδος σταυρός της Βίβλου το επιβεβαιώνει. Ο ιερέας φωνάζει πως λειτουργεί ως οιωνός, ως showman, είναι ο ιερός άρχοντας και έρχεται για δεύτερη φορά να μας προειδοποιήσει, εντονότερα και πιο θεατρικά ακόμη, ότι ο Σατανάς έρχεται για μας. Πρέπει να σιγουρευτούμε ότι έχουμε πληρώσει τα χρέη μας.

Είμαι η αφοσίωση στον ιερέα, είμαι ο ιερέας που θέλεις

Στέκομαι μπροστά στη φωτιά στο σεληνόφως

Είμαι ένας άγγελος, είμαι η προστασία από την κόψη του ξίφους

είμαι ένας οιωνός, είμαι σόουμαν, είμαι ο Ιερός Άρχοντας

Προτού ο Διάβολος έρθει για ‘σένα

Σιγουρέψου ότι ξεπλήρωσες το χρέος σου

Τελευταία στροφή, ο φακός αποκαλύπτει το πρόσωπο της περιπλανώμενης φιγούρας που προσεγγίζει την εκκλησία. Το δάχτυλο του Ιερέα που έδειχνε το κοινό – ακροατή, πλέον δείχνει εκείνη, και η φιγούρα είναι ο ίδιος ο Bower. O ιερέας, ως γνήσιος Αμερικάνος του Νότου, ασυγκράτητος πλέον, χορεύει στο ρυθμό της μυστηριώδους χορωδίας, σαν άλλος frontman μιας σκοτεινής μπάντας. Ο εαυτός του, εισέρχεται στην εκκλησία, ο ιερέας χαμογελάει πονηρά. Προσέλκυσε αυτόν που ήθελε, τον έβαλε στην δική του σφαίρα εξουσίας και πλέον το ίδιο το κομμάτι δεν απευθύνεται στο κοινό, αλλά στον επισκέπτη που αυτοβούλως πιάστηκε στον ιστό του ελκυστικού αρπακτικού που κινεί τα νήματα.

Οι δυο όμοιες μορφές, περπατούν η μία προς την άλλη. Ο ένας εαυτός με τον άλλο στέκονται αντιμέτωποι αλλά άνισοι, καλλιτεχνικά σύμβολα της εσωτερικής μας πάλης. Ο περιπλανώμενος, ανήσυχος, ο ιερέας με νικητήριο, σίγουρο βλέμμα.

Είμαι ένα όρνιο, είμαι ένας αετός, είμαι το κοράκι που ψάχνεις.

είμαι η αυγή, στενάζω κάτω από τα πόδια σου.

Είμαι για τις μάγισσες, αυτές με τα τραύματα, ιερή μητροκτονία

είμαι ένας άγγελος, Είμαι ο Διάβολος και έρχομαι μέσα.

Ο ιερέας αποκαλύπτει την αληθινή του ταυτότητα με σχήμα κύκλου. Αλλάζει μορφή για τελευταία φορά από το αγγελικό στο σατανικό. Μόνο που εδώ δεν αρκείται σε μια δαιμονική μορφή. Στην τελευταία στροφή, η πραγματική του ταυτότητα είναι η τελική του σύσταση προς τον άλλο. Είναι ο ίδιος ο Σατανάς και αναγγέλλει αυτό που έως τώρα προειδοποιούσε.

Ήρθε.

Και έρχεται μέσα.

Πώς η synthwave και 80’s μουσική έγινε ο αφανής ήρωας στο Stranger Things

«Αυτά είναι τα τραγούδια είναι της εποχής μου», είχε αναφωνήσει η μαμά μου όταν είδαμε μαζί τον πρώτο κύκλο Stranger Things σε μία και μόνο μέρα.

Σχεδόν έξι χρόνια μετά από εκείνον τον Ιούλιο του 2016, είναι αδιαμφισβήτητο ότι αν κάτι έχει επιτύχει στην εντέλεια το Stranger Things, είναι να μεταφέρει την αισθητική της δεκαετίας του 80 σε όλα τα επίπεδα: ρούχα, μαλλιά, συνήθειες όπως το roller skate ή το ουσιώδες για την ταυτότητα της σειράς Dungeons and Dungeons, το horror στοιχείο ταινιών που αποτέλεσαν σταθμό στο είδος όπως το «Carrie» ή το «Nightmare on Elm Street» και βεβαίως, τη μουσική.

Δύο μουσικά ρεύματα μεταφέρουν στο Hawkins ισχυρά vibes νοσταλγίας από την δεκαετία των πιο κακών hairstyles στην ιστορία των πιο κακών hairstyles.

Synthwave

Ήδη από τους τίτλους αρχής, το σταθερά εθιστικό, σκοτεινό και ηλεκτρισμένο original score των Kyle Dixon και Michael Stein με έκανε να τρώω τα νύχια μου από ανυπομονησία και να τρίβω τα μάτια μου για να πιστέψω πως ξεκινάει επιτέλους το πρώτο μέρος του τέταρτου κύκλου.

Οι Duffer Brothers ξέρουν πόσο πολύ έχει αγαπηθεί η synthwave τα τελευταία δέκα χρόνια. Κυκλοφορούν αναρίθμητα έργα συνθετών που αναβιώνουν οπτικά και ακουστικά την 80’s ατμόσφαιρα. Καθοριστικό σημείο για την εδραίωση του είδους ήταν η ταινία «Drive» το 2011 με το Outrun Synthwave κομμάτι του Kavinsky, «Nightcall» να έχει την τιμητική του. Το 2016, το αριστουργηματικό video «Turbo Killer» σε σκηνοθεσία Seth Icherman για την Darksynth μουσική του Carpenter Brut, αποτέλεσε προάγγελο της cult sci-fi ταινίας τους «Blood Machines» και το εθιστικό της soundtrack.

Με την synthwave να προέρχεται από ταινίες και videogames, η γενικότερη ρετρό κουλτούρα των 80’s είναι φυσικό επόμενο να είναι αλληλένδετη με τη μουσική. Neon φώτα, έμφαση στις κόκκινες αποχρώσεις, σκοτεινή ατμόσφαιρα, οδήγηση, vhs effects, στοιχεία που εντοπίζουμε στο «Bladerunner» ή το «Blood Machines», ενισχύουν την νοσταλγία των 80’s και το «Stranger Things» που ξεκίνησε να προβάλλεται το 2016 δεν αποτελεί εξαίρεση.

Αγνά, αυθεντικά 80’ς bangers

Πέρα από την synthwave που όχι μόνο καλά κρατεί αλλά ανθίζει και επηρεάζει ευρέως την pop κουλτούρα (βλ. Blinding Lights του The Weeknd), οι δημιουργοί του «Stranger Things» δίνουν ιδιαίτερη προσοχή στις επιλογές κομματιών που άφησαν ανεξίτηλο το σημάδι τους στη δεκαετία του 80.

Τρανταχτό παράδειγμα για την τέταρτη σεζόν είναι το «Running Up That Hill (Deal With God)» της Kate Bush. Η music supervisor της σειράς, Nora Felder κατάφερε μετά κόπων και βασάνων να κατοχυρώσει την άδεια της Bush για την αναπαραγωγή του κομματιού, αφού είναι γνωστό πόσο επιλεκτικά αδειοδοτεί τη χρήση της μουσικής της. Ευτυχώς για εκείνη, η συμφωνία επετεύχθη, και το συγκεκριμένο κομμάτι θριάμβευσε, με τους φανς να το αποθεώνουν 37 χρόνια μετά την αρχική του κυκλοφορία. Ενδεικτικά, το «Running Up That Hill» τρεντάρει παγκοσμίως, με αύξηση στα spotify streams κατά 8,700%. Τί όμως οδήγησε σε αυτή την επιτυχία και γιατί επιλέχθηκε αυτό για να έχει τον «πρωταγωνιστικό» ρόλο στο soundtrack;

Στην τέταρτη σεζόν, η ιστορία τοποθετείται έξι μήνες μετά τα γεγονότα στο εμπορικό κέντρο όπου η Μαξ έχασε τον αδελφό της. Το πένθος από την βίαιη απώλεια, οι ενοχές και η απότομη αλλαγή του τρόπου ζωής της, αφού το εύθραυστο σχήμα της οικογένειάς της έσπασε μετά τον θάνατο του Billy, την έχει απομακρύνει από όλους. Η πρώτη χρονιά στο λύκειο την βρίσκει απομονωμένη με ένα walkman να ακούει κατά κύριο λόγο το «Running Up That Hill (Deal with God)». Το ίδιο κομμάτι στη συνέχεια, θα τη βοηθήσει να αποδράσει από την θανάσιμη απειλή του δαιμόνιου villain Βέκνα, που είναι ο εχθρός του κόσμου όπως τον ξέρουμε για αυτή τη σεζόν. Όσο η Μαξ είναι παγιδευμένη στην διάσταση του Upside Down, οι φίλοι της ψάχνουν εναγωνίως το αγαπημένο της κομμάτι, το μοναδικό κομμάτι που θα κατάφερνε να φτάσει σε εκείνο το κομμάτι του μυαλού της που θα την οδηγούσε πίσω στη ζωή της. Στο «Running Up That Hill», όσο οι στίχοι δίνουν λέξεις στην Μαξ, εκείνη οπτικοποιεί το νόημα τους. Αυτό που την εκφράζει, εν τέλει την ενδυναμώνει παρά το τραύμα της και ανοίγει την πύλη της διεξόδου.

Το σωτήριο κομμάτι της Kate Bush, λαμβάνει έναν δομικό ρόλο σε όλα τα επεισόδια στα οποία ακούγεται και δημιουργεί τον χώρο του στο ίδιο το σενάριο. Επομένως ήταν μάλλον απίθανο να μην αγαπηθεί, όχι μόνο από τον Λούκας που δηλώνει mega fan επειδή σώθηκε η αγαπημένη του, αλλά και από εμάς, που υποφέραμε από την άλλη πλευρά της οθόνης, την ίδια αγωνία για την Μαξ, που είναι τώρα είναι ζωντανή και όχι πλέον μόνη.

Τα υπόλοιπα κομμάτια συμβάλουν στην 80ς ατμόσφαιρα της σειράς ακόμη και αν δεν στάθηκαν αρκετά τυχερά ώστε να σώσουν κάποιον από βέβαιο θάνατο σε άλλη διάσταση. Έτσι το «California Dreaming» των Beach Boys στις πρώτες σκηνές, μας κάνει να χαμογελάμε όταν ο Mike διαβάζει το γράμμα της El από την ηλιόλουστη Καλιφόρνια. Δεν θα μπορούσε να υπάρχει πιο ταιριαστό κομμάτι από το «You Spin me Round (Like a Record)» των Dead or Alive για μία σκηνή στο Rink-o-mania. Tο «Detroit Rock City» των Kiss, καταφέρνει να δώσει τον γιορτινό δυναμικό τόνο του τελικού αγώνα μπάσκετ παράλληλα με το DnD session. Το «Pass the Dutchie» των Musical Youth, όταν ο Argyle οδηγεί προς το σπίτι των Byers με την πίτσα, είναι ό,τι πρέπει για την κωμική stoner νηνεμία πριν την βγαλμένη από video game σκηνή, με το πιστολίδι των αντίπαλων πρακτόρων.

Tο Stranger Things, μας προσφέρει μία χρονομηχανή για το ταξίδι πίσω στα 80’ς. Εσείς ποιο κομμάτι θα διαλέγατε για να σας σώσει από τον Βέκνα;

Το Volume 1 με το soundtrack του πρώτου μέρους του τέταρτου κύκλου κυκλοφόρησε ψηφιακά στις 27 Μαίου και είναι διαθέσιμο σε όλες τις πλατφόρμες streaming, ενώ το Volume 2 θα κυκλοφορήσει 1 Ιουλίου. Το βινύλιο θα είναι διαθέσιμο τον ερχόμενο Σεπτέμβρη από την Legacy Recordings.

Η παραγωγή του soundtrack album έγινε από τους δημιουργούς του Stranger Things, Duffer Brothers και την Nora Felder η οποία είναι η μουσική supervisor της σειράς, ενώ η παραγωγή του compilation album έγινε από τους Duffer Brothers και τον Timothy J Smith.

Embroideries: Όσα λένε οι γυναίκες μεταξύ τους, σε ένα σαλόνι στο Ιράν

Πίσω στη δεκαετία του ΄70 κάπου στο Ιράν, το φαγητό με οικογενειακούς φίλους πλησιάζει στο τέλος του και οι αρχηγοί των οικογενειών που μόλις έφαγαν, αποχωρούν για ύπνο. Τότε είναι που αρχίζει το ουσιώδες τμήμα της βραδιάς για τις γυναίκες.

Η Marjane Satrapi, δημιουργός του αυτοβιογραφικού graphic novel Persepolis, επανέρχεται με μια ανάμνηση από την παιδική της ηλικία, όπου αφηγήτρια είναι η ίδια και πρωταγωνίστριες η γιαγιά της και οι φίλες της. Με τη γιαγιά της συστηθήκαμε ήδη στο Persepolis 1 και 2, οπότε γνωρίζουμε ότι πρόκειται για μια ανοικτόμυαλη και προοδευτική γυναίκα. Εδώ μαθαίνουμε ότι είναι εξαρτημένη από το όπιο, μια ουσία που όταν ήταν νέα την βοήθησε να γοητεύσει πολλούς άνδρες με το βαρύ μπλαζέ της βλέμμα. Με τη σοφία των χρόνων της, λέει στην εγγονή της ότι «το να μιλάς πίσω από τις πλάτες των άλλων, είναι ο αναπνευστήρας της καρδιάς».

Όταν λοιπόν οι άνδρες αποχωρούν, το σαμοβάρι του τσαγιού τις οδηγεί σε μια αναγκαία ιεροτελεστία: «the long session of the ventilation of the heart». Αυτά που λέγονται τότε μεταξύ τους, δεν είναι μόνο κουτσομπολιό, κάθε γυναίκα λέει αυτό που αισθάνεται την ανάγκη να εκφράσει. Έτσι, η συζήτηση γύρω από το τσάι λαμβάνει χαρακτήρα θεραπευτικό, σε μία κοινωνία βαθιά πατριαρχική, που συγκριτικά με τις δυτικές, είναι ακόμη πιο περιορισμένη σε ό,τι αφορά τα γυναικεία δικαιώματα και τις κατακτήσεις του φεμινιστικού κινήματος.

Η γιαγιά εκμυστηρεύεται στην παρέα τη συμβουλή που είχε δώσει σε μια απεγνωσμένη φίλη της πριν την νύκτα του γάμου της. Η κοπέλα είχε χάσει την παρθενιά της με τον άνδρα που πραγματικά αγαπούσε. Οι συμβουλές της γιαγιάς περιλαμβάνουν ξυράφια και κραυγές, όμως η ιστορία καταλήγει κωμικά λόγω κακής «σκηνοθεσίας». Όταν αργότερα, προτείνεται ως κάτι εδραιωμένο το να ραφεί και πάλι ο παρθενικός υμένας μιας γυναίκας που έχει χάσει την παρθενιά της προκειμένου να έχει την ελπίδα να παντρευτεί, αναδεικνύεται η παραδοσιακή σημασία που έχει για μια γυναίκα να είναι ακόμη παρθένα για τον άνδρα της και όχι «μεταχειρισμένη».

Μια γυναίκα εξομολογείται ότι δεν έχει δει ποτέ τον άνδρα της γυμνό. «I still have never seen the male organ. He came into the bedroom, he turned off the light … and then Bam! Bam! Bam! And Voila! I was pregnant! What’s more, I was granted four girls. So I’ve never seen penises!» περιγράφει παραστατικά, για να της απαντήσει η γιαγιά της Marjane ειρωνικά, ότι ειλικρινά δεν χάνει και πολλά.

Θίγεται το ζήτημα του προξενιού και του γάμου με πολύ μεγαλύτερους άνδρες από μια γυναίκα που έφυγε τρέχοντας λίγο πριν την επίμαχη νύχτα του γάμου. Ήταν μόλις 13 ετών τότε και είχε νιώσει σαν μικρή πόρνη όταν της έβγαζαν τα φρύδια και την στόλιζαν για να είναι ευπαρουσίαστη στον γέρο γαμπρό που τώρα τον έβλεπε να γδύνεται.

Ο γάμος προκειμένου να φύγει μια γυναίκα στο εξωτερικό και να απελευθερωθεί από τις οπισθοδρομικές αντιλήψεις της κοινωνίας της, μόνο και μόνο για να διαπιστώσει ότι ο νέος της σύζυγος την απατούσε, είναι η ιστορία άλλης παριστάμενης.

Ο ρόλος αυτής της συνάντησης και η αναγκαιότητά της φαίνεται και εντός του κόμικ, όταν μία από τις γυναίκες, ακούγοντας τις ιστορίες ξεσπά σε κλάματα. Η γιαγιά, της λέει να βγάλει ό,τι την βαραίνει από μέσα της. Το να μιλάς την συμβουλεύει, είναι η καλύτερη λύση.

Δεν είναι όμως όλες οι ιστορίες τραυματικές αναμνήσεις των γυναικών που συναντάμε στις σελίδες του Embroideries. Ακούμε τα θετικά του να είσαι η ερωμένη και όχι η επίσημη σύζυγός, τα καλά μιας πλαστικής επέμβασης, τα ευτράπελα του να ακούς μια χαρτορίχτρα. Η αναγκαιότητα του να μιλήσουν οι γυναίκες ελεύθερα μεταξύ τους δεν συνίσταται μόνο σε εξομολογήσεις τραυματικών εμπειριών, η επικοινωνία είναι το βασικότερο δώρο που τους προσφέρεται στην καθημερινότητά τους. Η άμεση, άφιλτρη επικοινωνία με φιλικά τους πρόσωπα που θα δώσουν συμβουλές ή μόνο την προσοχή και την παρουσία τους είναι ο τρόπος να διαχειριστούν την καθημερινότητά τους και όσα τους συνέβησαν.

Το Emboideries εκδόθηκε το 2003, θα μπορούσε όμως κάλλιστα να γραφτεί σήμερα ως ένα ανθολόγιο μαρτυριών από γυναίκες με δείγματα από την σεξουαλική και την οικογενειακή τους ζωή. Δεν είναι να απορεί κανείς που το graphic novel της Satrapi έχει διδαχθεί σε πανεπιστήμια με αντικείμενο τις Ανατολικές Σπουδές, τον φεμινισμό, την σεξουαλικότητα. Οι γυναίκες του Embroideries ποικίλουν ως προς τα χαρακτηριστικά και τις εμπειρίες τους και γίνονται διδακτικές φιγούρες για τον αναγνώστη με έναν πολύ άμεσο τρόπο.

Όλες τους μας μεταφέρουν μία φέτα της ζωής τους μέσα από ένα group therapy με φίλες, όπως κάνουμε όλες μας όταν βρισκόμαστε με την παρέα μας. Εμείς συγκαλούμε επείγουσα συνέλευση μέσω messenger όταν κάτι συνταρακτικό μας συνέβη και χρήζει συζήτησης. Εκείνες έχουν το πεδίο ελεύθερο όταν οι άνδρες τους πάνε για ύπνο. Τόσο απλά νιώθουμε ότι μας μεταφέρει σε αυτό το σαλόνι η Satrapi για να ακούσουμε τις ιστορίες των Ιρανών πρωταγωνιστριών της. Σε αυτό το βιβλίο όμως η Majane προσθέτει με τόλμη, μία σημαντική πλευρά της ιστορίας που δεν φωτίζεται συχνά, σε έναν τόπο για τον οποίο δεν ξέρουμε τόσα πράγματα για την ζωή των κατοίκων του. Χάρη στην Marjane αυτό έγινε με το μέσο που αγαπά, ένα όμορφο, άμεσο graphic novel που αποτελεί ταυτόχρονα τόσο την ανάλαφρη παρέα ενός απογεύματος όσο και μια γροθιά συνειδητοποίησης για τα βιώματα των γυναικών σε μία κοινωνία όπως αυτή του Ιράν.

Στην σειρά του Μάρκου Σεφερλή τίποτα δεν είναι super, είναι όλα λάθος

Ήδη από την προαναγγελία της πρεμιέρας την Κυριακή 3 Απριλίου, το τρέιλερ της σειράς «Super Mammy», εμφανίζει ένα ζευγάρι γκέι ανδρών να ανησυχεί για την αποδοχή του από την κλασσική Ελληνίδα μάνα. Οι άνδρες κάθονται σε ένα καφέ, έχουν ψιλή φωνή και παρουσιάζουν μία στερεοτυπική, κραυγαλέα κινησιολογία «ενδεικτική» της σεξουαλικής τους προτίμησης. Όλα έδειχναν με μαθηματική ακρίβεια πως το πρώτο επεισόδιο θα μας πήγαινε πίσω σε χιούμορ που δεν είναι απλώς διαχρονικά κακό και πλέον παρωχημένο ως προς την αισθητική και το επίπεδό του, αυτό μπορούμε να δεχθούμε ότι είναι θέμα γούστου. Το τηλεοπτικό προϊόν που μας σέρβιρε ο Μάρκος Σεφερλής, απέχει πολύ από μια κακή μεταφορά επιθεώρησης από το Δελφινάριο σε studio, που επαναφέρει το ξεπερασμένο χιούμορ των 90’ς για να φέρει εύκολο γέλιο σε boomers από τη βολεψιά του καναπέ τους πριν μια ακόμη τσαγκαροδευτέρα.

Η Super Mammy βασίζεται στο ξένο φορμάτ της Ιρλανδικής σειράς του BBC «Mrs. Brown’s Boys» με το σενάριο να προσαρμόζει σε αυτό τους αρχετυπικούς χαρακτήρες μιας νοσηρής Ελληνικής οικογένειας. Ο Μάρκος Σεφερλής υποδύεται την Χαρίκλεια, μια χήρα μητέρα, υπέρβαρη, γύρω στα 60 που φοράει ρόμπες, είναι τοξικά παρεμβατική σε ό,τι αφορά τα παιδιά της, τα οποία δεν ξεφεύγουν από την σφαίρα επιρροής της, αν και μεσήλικες.

Ήδη από τα πρώτα λεπτά, η μητέρα προωθεί τον ηλικιακό ρατσισμό. Παρουσιάζεται να χτυπά τον γηραιό πεθερό της στο κεφάλι με έναν μεταλλικό δίσκο για να τον «βοηθήσει να κοιμηθεί» και εύχεται με κάθε ευκαιρία τον θάνατό του. Ίσως δικαιολογεί την συμπεριφορά της, ως απόρροια μιας χρόνιας καταπίεσης που υφίστατο σε όλη της τη ζωή στο σχήμα της πατριαρχικής οικογένειας, στην οποία εισήχθη έπειτα από μία ξαφνική εγκυμοσύνη και το γάμο που ακολούθησε. Η αναγγελία της εγκυμοσύνης βλέπετε δεν ήταν δυστυχώς ένα πρωταπριλιάτικο αστείο, όπως ευχήθηκε ο άντρας της και μας εξομολογείται η ίδια.

Όταν η κάμερα μεταφέρεται στην κουζίνα, εμφανίζεται να αποτολμά αστείο σχετικά με την σίτιση του σκύλου της, ο οποίος «γιατί γαβγίζει μωρέ; Πριν δύο βδομάδες τον τάισα και πάλι πεινάει». Η πρωταγωνίστρια, ενθαρρυμένη από το στημένο γέλιο που λαμβάνει από το ενθουσιασμένο κοινό της, του πετάει μια κονσέρβα – κλειστή – για να καταλάβει αμέσως το χαζό της λάθος και να του πετάξει «επανορθώνοντας», ένα μεταλλικό ανοιχτήρι. Κάπου εδώ αναλογίζομαι σε ποιο σύμπαν θα έστεκε ένα αστείο με θέμα την εγκληματική παραμέληση ενός δεσποζόμενου ζώου.

Πίσω στο σαλόνι εμφανίζεται ο Σπύρος Μπιμπίλας ως γιατρός, που επιχειρεί μάταια να θερμομετρήσει δια στόματος τον παππού της οικογένειας. Ο παππούς παλιμπαιδίζοντας, εκσφενδονίζει το θερμόμετρο και η «μόνη λύση» είναι να τον θερμομετρήσει διά του πρωκτού, σε ένα κάκιστο σκετσάκι όπου η τοποθέτηση του θερμόμετρου στο σημείο, παραλληλίζεται με βίαιη σεξουαλική διείσδυση που εξευτελίζει την ομοφυλοφιλία και το πρωκτικό σεξ, ενώ υπάρχει μια διάχυτη αίσθηση κακοποίησης. Πώς είναι δυνατόν, διερωτώμαι, να καταδέχθηκε να παίξει εδώ ο Σπύρος Μπιμπίλας; O άνθρωπος που τάχθηκε ανοικτά υπέρ των συναδέλφων του στα πλαίσια του ελληνικού #metoo από τη θέση του στο Σωματείο Ελλήνων Ηθοποιών; H φωνή και τα μάτια του ήταν στραμμένα προς την σωστή πλευρά της ιστορίας, αυτή των επαχθέστερων μερών, των θυμάτων. Πώς είναι δυνατόν, να συμμετέχει στο cast μιας σειράς που σήμερα, φαίνεται πως πρώτα και κύρια ευτελίζει τον ίδιo;

Πριν προλάβω να το σκεφτώ εκτενέστερα, βλέπω πώς όταν ο παππούς συναινεί για δωρεά οργάνων στο νοσοκομείο, η μαμά Χαρίκλεια παρεμβαίνει μαλώνοντάς τον, γιατί «θέλει εκείνος να επιστρέψει στο σπίτι full extra». H διαστρέβλωση της ήδη πολύπαθης προσπάθειας να επικοινωνηθεί η δωρεά οργάνων, πάει περίπατο στον γκρεμό και πέφτει προς το μίζερο μικροαστικό της τέλος.

Εν τω μεταξύ, η κόρη της ετοιμάζεται για το πρώτο της ραντεβού με κάποιον. Καλά θα κάνει να βρει έναν πλούσιο, γιατί «θα φάει που θα φάει κέρατο, ας κλαίει τουλάχιστον σε βίλα και όχι σε δυαράκι.» Ας προνοήσουμε λοιπόν μετά αυτό το απόσταγμα σοφίας, να προλάβουμε κάποιον με ικανοποιητικό Ε9 για να μην είμαστε τελείως χαμένες από χέρι. Όταν δε, στεφθεί από επιτυχία αυτή μας η αναζήτηση, καλό θα ήταν να δείχνουμε επιμελημένες και λιγομίλητες, όπως οι κοπέλες που συχνάζουν στις σειρές του Μάρκου Σεφερλή, αφού είναι γνωστό ότι «στους άντρες δεν αρέσουν οι γλωσσούδες». Είναι άλλωστε κρυφό μυστικό σύμφωνα με τη μαμά της ότι «η βότκα για τις γυναίκες είναι το λιπαντικό για να κατεβάζουν τα βρακιά τους».

Δεν θα ήταν χρήσιμο να κάνω ακόμη κάποιον άμεσο σχολιασμό περί πατριαρχίας και σεξισμού, αφού αυτές οι μικρές παραινέσεις είναι ένα ορεκτικό μπροστά στην σκηνή που ακολούθησε στην pub της γειτονιάς. Η σκηνή δυστυχώς δεν αρκέστηκε στο να αποτελέσει μια θετική εξαίρεση εικόνας όπου μανάδες και κόρες τα πίνουν κάνοντας καλή παρέα. Εδώ η μητέρα αναπολεί τα χρόνια της νεότητάς της, τότε που θαύμαζε τα – εντυπωσιακά – προσόντα ενός επιδειξία στα πίσω καθίσματα του cinema. Δεν θυμάται τίποτα από την «Λίστα του Σίντλερ» που επέλεξε να παρακολουθήσει. Για εκείνη ήταν όντως η «η νύστα του Χίτλερ», αλλά με τον επιδειξία πίσω της, άνοιξαν τα μάτια της για χρονικό διάστημα ικανό να της προκληθεί αυχενικό. Μάλιστα, η μαμά του Αντ1, πετυχαίνει έναν βιαστή όπως λέει στην προς στιγμήν σοκαρισμένη παρέα της. Πώς το αντιμετώπισε; Την ρωτούν με φρίκη στα διάπλατα μάτια τους οι γυναίκες της παρέας. «Έτρεχα, έτρεχα, έτρεχα… δεν τον πρόλαβα!» απαντά εκείνη και η αναμενόμενη φρίκη που θα περίμενε ένας άνθρωπος που έχει σώας τα φρένας, αντικαθίσταται από το άτοπο γέλιο της γυναικείας παρέας της.

Η συναίνεση στο σεξ εντός γάμου στα χρόνια της μάνας ήταν θέμα μιας ανείπωτης κουβέντας, αφού αν τύχαινε ο σύζυγος να θέλει σεξ Σάββατο πρωί πριν την λαϊκή, η καλή νοικοκυρά ή το απέφευγε ή το υπέμενε προκειμένου να τελειώσει γρήγορα για να προλάβει τα καλά τα φρούτα στους πάγκους.

Από όποια πλευρά και να θίξουμε τις παραπάνω ατάκες, βλέπουμε ότι όλα πηγαίνουν εγκληματικά και επικίνδυνα λάθος. Οι γλωσσούδες γυναίκες δεν αρέσουν, η πρόσβασή τους στον δημόσιο και η ελευθερία τους στον ιδιωτικό λόγο, είναι αντικείμενο ακαδημαϊκών διαλέξεων αφού έως σήμερα μετά από αγώνες δεκαετιών του φεμινιστικού κινήματος, η πρόσβαση στο βήμα από γυναίκες που δεν χρειάζεται να υιοθετούν χαρακτηριστικά ανδρών για να γίνουν αποδεκτές ή δεν έχουν τα στοιχεία ηγετικής προσωπικότητας, είναι περιορισμένη. Για πολλές γυναίκες σήμερα η ελεύθερη έκφραση στο σπίτι τους δεν είναι μια κατοχυρωμένη ατομική ελευθερία γιατί μια γυναίκα δεν πρέπει να βγάζει γλώσσα αν θέλει να κρατήσει τον άντρα της. Η συναίνεση που οφείλουν οι γονείς να μαθαίνουν στα παιδιά τους, αγόρια και κορίτσια, κατακρημνίζεται στην prime time, ενώ μία στερημένη από σεξ γυναίκα αν δει βιαστή, τον κυνηγάει, γιατί ως τραγωδία για τον κάθε Μάρκου Σεφερλή εκεί έξω, ορίζεται η παντελής έλλειψη σεξ από ότι το μη συναινετικό σεξ.

Η φράση «πάνω από όλα είμαι μάνα», που μοιρολατρικά χρησιμοποιεί ο Μάρκος Σεφερλής στο φινάλε, δεν θεραπεύει ό,τι προηγήθηκε με μια φθηνή επίκληση στο συναίσθημα.

Αυτό το επεισόδιο βγήκε στον αέρα και είχε εμπορική απήχηση σε ποσοστό περίπου στο 15% της τηλεθέασης, κατά τη διάρκεια μιας τραγικής συγκυρίας κατά την οποία έχουν σημειωθεί πολλές γυναικοκτονίες, περιστατικά ενδοικογενειακής βίας και βιασμοί. Το αισιόδοξο στοιχείο είναι ότι έχει ήδη ανοίξει η πόρτα και η στοίβα των θεμάτων αυτών έχει χτυπήσει με κρότο το τραπέζι για να συζητηθεί δημόσια. Όταν ως θεατές ενισχύουμε την κριτική μας σκέψη απέναντι στον κιτρινισμό της πληροφορίας – η οποία που μετουσιώνει σε σαπουνόπερα την ενημέρωση ή την ψυχαγωγία μας – τότε υπάρχει ελπίδα η τοξικότητα να εξαλειφθεί.

Όπως δεν είναι αστείο στα πλαίσια μιας ψυχαγωγικής εκπομπής να συναγελάζεσαι στο πάνελ με την αφήγηση μιας μη συναινετικής εκσπερμάτωσης σε έναν άλλον άνθρωπο, δεν είναι εντάξει να παρουσιάζεις με εφέ ένα νεκρό παιδί στο στούντιο της ενημερωτικής σου εκπομπής, δεν είναι εντάξει να προβάλλεται ανέλεγκτα ένα reality τύπου Bachelor, έτσι δεν είναι καν αστείο να παίζει σήμερα ένα επεισόδιο όπως αυτό της Super Mammy.

Η νορμαλοποίηση του κακοποιητικού λόγου στα mainstream media, τα όρια της σάτιρας και της κωμωδίας, η αναπαραγωγή τοξικών στερεοτύπων και παραβιαστικών συμπεριφορών, βάλλουν τις ευαίσθητες κοινωνικές ομάδες καθημερινά. Αντανακλούν κακώς κείμενα που δεν πνίγουν απλώς την πολιτική ορθότητα στον βυθό ενός σκοτεινού ωκεανού που δεν έχει πάτο, μα προάγουν και εγκαθιστούν αηδιαστικά πρότυπα και στρεβλές αξίες. Δεν είναι δυνατόν να προσφέρεται ανερυθρίαστα το πράσινο φως από ένα κανάλι εθνικής εμβέλειας σε ένα δύσοσμο τηλεοπτικό προϊόν όπως το Super Mammy.

In Paris: Στο βιβλίο της Jeanne Damas 20 γυναίκες απομυθοποιούν το κλισέ του French Girl Style

Η Jeanne Damas, βλέπει συχνά τον εαυτό της στον Τύπο να παρουσιάζεται ως το αντιπροσωπευτικό παράδειγμα μιας Παριζιάνας. Με προϋπηρεσία μοντέλου και συνολικό στυλ που παραπέμπει στις Βίβλους των «Ηow to be Parisienne», η φωτογραφία της θα μπορούσε να συγκαταλέγεται σε κάθε λεύκωμα του είδους με γυναίκες από τις οποίες μπορείς να εμπνευστείς.

Ζει όλη της την ζωή στο ενδέκατο διαμέρισμα του Παρισιού. Περιδιαβαίνει την αγαπημένη της γειτονιά από παιδί, όταν περνούσε τον χρόνο της στο εστιατόριο του πατέρα της και αργότερα ως ενήλικη έπιασε το δικό της διαμέρισμα. Το 2016 ίδρυσε την εταιρία «Rouge» στην οποία εκτελεί χρέη καλλιτεχνικής διευθύντριας. Είναι ομολογουμένως όμορφη ή όμορφη σύμφωνα με την ταπεινή, υποκειμενική γνώμη της γράφουσας. Έχει το κλασσικό, ελαφρώς ατημέλητο μαλλί με φράντζα, δεν μακιγιάρεται πολύ, μα ένα κόκκινο κραγιόν υποθέτω πως βρίσκεται πάντα σε απόσταση αναπνοής. Αγαπά τα oversized σακάκια (κι εγώ Jeanne), τα δερμάτινα μποτάκια, τα διαχρονικά cool jeans. Μπορεί εν ολίγοις, να ντυθεί με ένα T-Shirt κι ένα απλό παντελόνι και να χαζεύεις την φωτογραφία της για κάμποσα λεπτά διερωτώμενη το μυστικό της πάντα υπέροχης εμφάνισής της. Με μία πρόταση: ενσαρκώνει πλήρως την ιδέα που συνθέτει τον μύθο της Παριζιάνας, όμως αυτή η ταμπέλα την έχει κουράσει.

Τον Απρίλη του 2016, αναλογιζόμενη τα παραπάνω, αποφάσισε να δείξει εμπράκτως ότι δεν υπάρχει ένας και μόνον τύπος Παριζιάνας, μιας ιδεατά πλασμένης κούκλας, κατάλληλης για την διαιώνιση του στερεοτυπικού Παριζιάνικου στυλ. Μαζί με την Lauren Bastide, πρώην αρχισυντάκτρια της Γαλλικής Elle, δημοσιογράφου και δημιουργού του δημοφιλούς γαλλικού podcast Le Poudre, αποφάσισε να γνωρίσει πραγματικές γυναίκες που κατοικούν στο Παρίσι. Θέλησε να τις επισκεφθεί στα σπίτια τους, να της περιγράψουν τη ζωή τους, το πώς ντύνονται, τι δουλειά κάνουν και κυρίως τί είναι αυτό που αγαπούν στην πόλη τους, καθώς αυτό είναι το στοιχείο που τις συνδέει. Μετά από εννέα μήνες συναντήσεων, γεννήθηκε το «A PARIS», ένα πανέμορφο σκληρόδετο βιβλίο που φιλοξενεί στις σελίδες του κείμενα της Lauren και φωτογραφίες από 20 γυναίκες που μας συστήνονται.

Η Jeanne δεν επέλεξε μόνο γυναίκες που γνώριζε προσωπικά, κάποιες τις αναζήτησε επειδή τις θαύμαζε online, άλλες επειδή έτυχε να τις γνωρίσει σε κάποιο μπαρ και ενθουσιάστηκε από κάτι που τις χαρακτήριζε, άλλες ήταν φίλες, ή μητέρες φίλων. Όλες μαζί, σύμφωνα με τις δημιουργούς, αποτελούν ένα συμπεριληπτικό παζλ γυναικών από διαφορετικά κοινωνικά υπόβαθρα, κουλτούρες και ηλικίες, όχι απαραίτητα Γαλλίδων, αλλά και μεταναστριών, που επέλεξαν το Παρίσι να γίνει η δεύτερη πατρίδα τους.

Κι ως ένα βαθμό το κατάφερε.

Η κάθε ιστορία λειτουργεί όντως ως μια επίσκεψη σε σπίτι, μας μεταφέρει σε διάφορα όμορφα πατάρια, μονοκατοικίες ή διαμερίσματα στα arrodinssements του Παρισιού, μας πηγαίνει βόλτα σε flea markets για να αγοράσουμε λαχανικά, σε vintage boutiques, ή στον φούρναρη της γειτονιάς για τα αψεγάδιαστα αρτοποιήματα του. Μαθαίνουμε, ότι οι γυναίκες του Παρισιού διαλέγουν την γειτονιά τους και δύσκολα την αλλάζουν. Η πένα της Lauren και ο προσωπικός τόνος των κειμένων, μας ξεναγούν τόσο στις γειτονιές του Παρισιού, όσο και στα βιώματα ή τις σκέψεις κάθε γυναίκας προσφέροντάς μας νέα ερεθίσματα. Με τις αναλογικές φωτογραφίες της Jeanne, έχουμε στα χέρια μας ένα λεύκωμα που φαντάζει προσωπικό, κάτι που αισθητικά θα μπορούσαμε να αναδημιουργήσουμε κι εμείς, αφού επιλέξουμε τις φίλες που θα κοσμούσαν τις σελίδες του δικού μας.

Μεταξύ των γυναικών που μου έκαναν εντύπωση ήταν η ιδιοκτήτρια του διάσημου βιβλιοπωλείου Shakespeare & Co Sylvia Whitman, η Emily Marant (ανηψιά της Isabel Marant), η μικρούλα Crystal Murray η οποία αν και μόνο 14 ετών τότε, αποτελούσε ήδη επιδραστική φιγούρα στο Παρίσι εξαιτίας του στυλ της, η Jesus Borges, ιδιοκτήτρια ενός bar – εστιατορίου που αγαπούν καλλιτέχνες και συγγραφείς και στο οποίο η Jesus θα ήθελε κάποια στιγμή να διοργανώσει βραβεύσεις νέων συγγραφέων (spoiler alert: από ό,τι είδα στο instagram του εστιατορίου της, τα κατάφερε).

Μέσα από παράλληλα νοερά πλάνα στο κινηματογραφικό κεφάλι μας, βλέπουμε γυναίκες να περπατούν στις γειτονιές τους, να επισκέπτονται τα αγαπημένα τους μπαρ, να παίρνουν ανά χείρας μπουκέτα με λουλούδια για να τοποθετήσουν στο σαλόνι τους, να μας εκμυστηρεύονται την επισφάλεια που τους δημιούργησε η επίθεση στο Θέατρο Μπατακλάν και τάραξε για καιρό την καθημερινότητά τους. Οι μεγαλύτερες αποφασίζουν να αφήσουν λευκά τα μαλλιά τους και να καταδείξουν ότι η γοητεία δεν έχει ηλικία, ανοίγουν την ντουλάπα τους για να μας δείξουν ένα αγαπημένο τεμάχιο της γκαρνταρόμπας τους ως οι πραγματικά classy πρωταγωνίστριες του «In Paris». Η ακτιβίστρια Lucie Hautelin, μας μεταδίδει τον παλμό από τις πορείες των Γάλλων που μετέχουν ενεργά στα κοινά και διαμαρτύρονται για τις αντικοινωνικές πολιτικές του τόπου τους. Όλα τα παραπάνω, είναι θέματα που αποκλίνουν από τα συνήθη θέματα ενός ακόμη οδηγού French Girl Style, αν και όχι στο βαθμό που προσωπικά θα επιθυμούσα.

Στα αρνητικά στοιχεία του βιβλίου, δεν μπορώ να παραλείψω ότι παρά την προσπάθεια επιλογής γυναικών από ποικίλα κοινωνικά υπόβαθρα και ηλικιακές κατηγορίες, η πλειοψηφία κατείχε μια οικονομική επιφάνεια τέτοια που τις επέτρεπε να κατέχουν σχεδόν ανερυθρίαστα τον τίτλο της αυτόνομης κατοίκου του Παρισιού. Ανακαλώ τον εαυτό μου να σκέφτεται πώς όλο και περισσότερες ανέφεραν ένα ιδιόκτητο σπίτι πριν την ηλικία των 30, ή μια part time δουλειά για να πληρώνουν λογαριασμούς όσο ασχολούνται με την ίδρυση και εδραίωση της δουλειάς των ονείρων τους. Οι περισσότερες μάλιστα, προέρχονται από τον χώρο της μόδας και της τέχνης, κάτι που βέβαια συμβάλει στη γοητεία του βιβλίου. Δεδομένου του ότι η Jeanne αλλά και η Lauren είναι «παιδιά» του ίδιου χώρου καταλαβαίνω γιατί συνέβη αυτό, όμως ταυτόχρονα διαπιστώνω ότι η συμπεριληπτικότητα που επιθυμούσαν δεν επετεύχθη συνολικά.

Τέλος διερωτώμαι, τί κάνω λάθος, εγώ η αλλοδαπή κοινή θνητή εκ Βαλκανίων; Μήπως η λύση είναι η μετοίκηση στο Παρίσι; Αν ναι, παρακαλώ τους καλούς αναγνώστες να μου κλείσουν εισιτήρια.

Ευχαριστώ εκ των προτέρων.

13.5.20: Ο Childish Gambino ως κήρυκας ενός “Θεατρικού” Δίσκου

Εν μέσω καραντίνας, άρχισα να σημειώνω όλα εκείνα τα albums που δεν προλάβαινα να ακούσω όπως τους πρέπει, τίποτα όμως δεν με προετοίμαζε για το ανέλπιστο δώρο που ανέβηκε εντελώς ξαφνικά στο DonaldGloverPresents.com την δεκάτη τρίτη Μαρτίου. Ο Childish Gambino επέστρεψε, και μετά το ρετροφουτουριστικό funky-soul “Awaken My Love”, είχα μπροστά μου το 13.5.20. Ο δίσκος πήρε τεμπέλικα το όνομά του από την ημερομηνία κατά την οποία το άκουσε για πρώτη φορά αυτί κοινού θνητού. Έπαιζε εκεί για 12 ώρες σε λούπα και έπειτα εξαφανίστηκε για να ανέβει αργότερα σε όλα τα streaming services και να το ακούσουμε με την άνεσή μας άλλες πενήντα φορές.

Cover τεμπέλικο επίσης, σκέτο λευκό. Τίτλοι δόθηκαν μόνο σε δύο κομμάτια, το Algorythm και το Time ενώ όλα τα υπόλοιπα μαζί με το Feels Like Summer ως τίτλους έχουν το χρόνο στον οποίο ξεκινούν στο LP ίσως όχι τυχαία, αφού ο χρόνος έχει ιδιαίτερη σημασία σε αυτόν τον δίσκο.

O Donald Glover πολύ γρήγορα έκανε ξεκάθαρο ότι δεν έχει μόνο μια ιδιότητα αλλά ένα τεράστιο καλλιτεχνικό πακέτο. Από σεναριογράφος στο 30rock της Tina Fey, ηθοποιός στο Community, stand up comedian, rapper στα albums του “Camp” και το “Because The Internet” που προσωπικά αγάπησα, διαφάνηκε ότι η καλλιτεχνική του έκφραση τρέχει χιλιόμετρα. Ξεχώρισε με τη σειρά “Atlanta”, ανέβηκε σύντομα στο κινηματογραφικό σύμπαν όταν επιλέχθηκε ως Lando Calrissian στο “Solo: A Star Wars Story” και ως Simba στον Βασιλιά των Λιονταριών, έφτιαξε το “Guava Island” με την Rihanna, κυκλοφόρησε το δηκτικό, διδακτικό και βαρύ σε συμβολισμούς “This Is America” που μόνο του σηκώνει ένα κείμενο, ενώ φέτος μας έδωσε την καλύτερη, πιο προσωπική, πιο πειραματική δισκογραφική του δουλειά έως σήμερα.

Στο 3.15.20, παίζει με τον ήχο της μουσικής και της φωνής του, χρησιμοποιεί αμφότερα για την καλύτερη δυνατή έκφρασή του, μπλέκει διαφορετικά genres λυγίζοντας τα όρια τους, συχνά δοκιμάζει τα όρια του ακροατή γιατί ως άκουσμα δεν είναι πάντα εύκολο, είναι όμως πανέμορφο. Είναι απολαυστικά θεατρικό, αφού ο Glover αφηγείται τις ιστορίες του περισσότερο ως ηθοποιός σε παράσταση παρά ως mc ή τραγουδιστής. Περπατά παρατηρώντας τον σύγχρονο κόσμο, αναρωτιέται τί είναι πραγματικό, κάνει κριτική στην εποχή της πληροφορίας, νουθετεί, κηρύττει, αλλάζει ρόλους για να μεταφέρει μηνύματα, κατασταλάζει ως άνθρωπος και ως καλλιτέχνης. Θίγει θέματα χωρίς απαραίτητα να τα αναλύει χωριστά ανά κομμάτι. Με ό,τι μέσο διαθέτει, μας καθοδηγεί όπως θέλει σε εκρήξεις και πικ, είναι ικανός να μας πιάσει από το μαλλί και να μας χώσει σε παγωμένο νερό για να δούμε κριτικά όπως αυτός τα κακώς κείμενα στον κόσμο ή να μας καθησυχάσει με ένα νανούρισμα και να μας πει πατρικά ότι όλα θα πάνε καλά. Σε αυτό το album, κάνει έναν συνολικό απολογισμό, έχει συνθέσει κάτι που, όπως με το “Awaken My Love” που πρώτο διαφοροποιήθηκε από τα προηγούμενα LP, είναι και αυτό διαφορετικό από τις προηγούμενες δισκογραφικές του κυκλοφορίες. Πλέον όμως πειραματίζεται άφοβα, γιατί εξελίσσεται μόνιμα και μάλλον βρήκε το μουσικό – καλλιτεχνικό μονοπάτι στο οποίο θέλει να βαδίσει.

Πρόκειται σίγουρα για το πρώτο τόσο πλούσιο σε ήχο και περιεχόμενο άλμπουμ φέτος και σίγουρα δεν θα λείψει από τη λίστα των καλύτερων όλης της χρονιάς.

Μετά τα τρία λεπτά του intro, το πρώτο κομμάτι είναι το σκληρό, σκοτεινό Algorythm. Εδώ, συχνά με βιβλικές αναφορές μιλάει για την ελευθερία μας την εποχή της πληροφορίας και τον ναρκισσιμό μας:“Everybody wanna get chose like Moses”. Με εφέ στη φωνή, γίνεται ο ίδιος o αλγόριθμος που κοιτάζει τον χορό των πλήκτρων μας και μας καλεί ειρωνικά να μην χάσουμε το ρυθμό του. “Please don’t lose that tempo/Algorythm/Moving how they say so”. Το δυαδικό σύστημα μας κάνει πλύση εγκεφάλου: “So very scary, so binary, zero or one/Like or Dislike, Coal Mine Canary/I dream in color, not black and white/You sell your daughter on that data stream”. Ένα από τα πιο ρυθμικά και δυναμικά κομμάτια του δίσκου φέρει και ένα από τα πιο δυναμικά μηνύματά του. Το tempo που ο Glover δεν θέλει να χάσουμε, προφανώς και πανέξυπνα χαλάει στο τέλος του κομματιού με το broken beat να ξαναβρίσκει την αρμονία του όταν μεταβεί στο επόμενο κομμάτι “Time”.

Στο Time, ένα ευχάριστο ντουέτο με την Arianna Grande, ο Glover αναρωτιέται τι είναι πραγματικό. Νιώθει πώς τρέχει αλλά προειδοποιεί πως δεν υπάρχει αρκετός χρόνος για εμάς. Ποπ και γκόσπελ, συνθέτουν κάτι σαν προσευχή: “Seven billion people/Tryna free themselves/Said a billion prayers/Tryna save myself”.

Το 12.38 ανάλαφρο και groovy, είναι το πρώτο κομμάτι που ξεχώρισα στην πρώτη ακρόαση. Εδώ φλερτάρει μια κοπέλα, ενώ το κινητό του δονείται από μηνύματα της πρώην του. Παίζει τους διαλόγους και των δύο, μας αφηγείται παραστατικά την ιστορία μιας βραδιάς μαζί της. Εκείνη του προτείνει να πάρουν psilocybin, αυτός δεν έχει ιδέα τι είναι “this better be no molly”. Υπάρχει σεξουαλική ένταση και μια κωμική αφήγηση σε ένα μεθυστικά ατμοσφαιρικό pop κομμάτι με τα γυναικεία φωνητικά της Ink και της Kadhja Bonet. Γίνονται αναφορές σε Αφροαμερικανίδες των τεχνών όπως της Tracee Ellis, της N.K. Jemisin ή της Bell Hooks. Εκείνος δεν θέλει να κυκλοφορεί με άλλη μια SZA, προτιμά να κυκλοφορεί μια Chaκa (Chaka Khan). Η κοπέλα όμως έχει φύγει το πρωί και ο Glover να μένει μόνος, ακούγοντας Toni (Braxton). Κάπου εκεί δίνει τη σκυτάλη στον 21 Savage ο οποίος γρήγορα αλλάζει το θέμα και μιλάει για την πρόσφατη σύλληψή του από την αστυνομία, ένα μικρό κοινωνικό σχόλιο για την κατάχρηση εξουσίας πριν το 19.10.

Εδώ το θέμα είναι ή ομορφιά. To be beautiful is to be haunted. To electro funk 19.10 δεν μιλάει μόνο για την αιώνια ευχή και κατάρα των γυναικών αλλά και για το τί σημαίνει να είσαι μαύρος σε μια κοινωνία που αποσκοπεί στο ταλέντο σου για να βγάλει κέρδος, ενώ παράλληλα εμμένει στην περιθωριοποίησή σου.

Το 24.19 είναι ρομαντικό και θυμίζει Frank Ocean. Eίναι ένα δημόσιο ευχαριστήριο μήνυμα σε μια ανώνυμη γυναίκα (λογικά τη Michelle) που προς έκπληξη του τον αγαπά παρ’ότι εκείνος δεν ξέρει αν το αξίζει. “Thank you for children/Thank you for Love”.

Το 32.22 το οποίο ο Glover είχε παίξει στο Coachella το 2019 ήταν έως τώρα γνωστό ως Warlords. Ήχοι βγαλμένοι από ζούγκλα κι ένα κλίμα Black Panther στο οποίο φαίνεται να συνέβαλε ο συμπαραγωγός του Glover και συνθέτης , Ludwig Goransson (Black Panther OST, Camp, Because The Internet, Awaken My Love, Community, The Mandalorian κλπ). Είναι βέβαια το μόνο track που δεν μου άρεσε.

Στο 35.31 ξεκινάει ένα παιδικό τραγουδάκι όπου ο Glover κάνει αναδρομή στο παρελθόν. Θυμάται πώς περνούσε ως παιδί και αναθυμάται σε σημεία τον πατέρα του “I was seven years old, daddy thrown in the clink/Said, “Life ain’t fair, everybody gon’ cheat”. Τους τελευταίους στίχους τους τραγουδά ανάποδα, είναι στίχοι που θα ακούσουμε κανονικά στο επόμενο κομμάτι.

Στο 39.20 ως μεγαλύτερος πια, κάνει λόγο εξομολογητικά για την απώλεια, πιθανολογώ του πατέρα του. “Grief is a standing ocean, I never swam unless you did/So I don’t know why I’m here without you/I miss you.” Του είναι δύσκολο να αγαπήσει τον εαυτό του χωρίς αυτόν εκεί “ I call to a spirit, you may never hear it/How else could I keep you alive? Alive.

To ήδη γνωστό Feels Like Summer που τώρα τιτλοφορείται ως 42.26, δεν είναι ένα easy going καλοκαιρινό anthem. Αν προσέξουμε τι λέει βλέπουμε ότι καταλήγει μάλλον απαισιόδοξα, αφού μετά από αναφορά και πάλι στο χρόνο που τρέχει με εμάς να μην χαλαρώνουμε τους ρυθμούς, την αναφορά στην κλιματική αλλαγή και την ευχή ο κόσμος να αλλάξει, όλα του φαίνονται στάσιμα.

Στο 47.48 ακόμη σε καλοκαιρινούς ρυθμούς και κομματάκι πιο funk, o Glover μπαίνει ο ίδιος στο ρόλο του πατέρα και μιλά σε ένα μικρό κορίτσι κι ένα μικρό αγόρι για τη βία. Εδώ όμως χωράει μια νότα αισιοδοξίας “Don’t worry about tomorrow, the violence, the violence”. Ο γιος του Legend κλείνει το μάτι στην κόρη της Beyonce και αναλαμβάνει στο τέλος του κομματιού να ρωτήσει τον πατέρα του αν αγαπάει τον εαυτό του. Ο Glover μετά από χρόνια καταφέρνει να απαντήσει ναι, δύσκολο κατόρθωμα όπως μας έχει ήδη πει στα προηγούμενα κομμάτια.

Το υπέροχο φινάλε στον δίσκο δίνει το 53.49. Πιο δυναμικό, έντονα επηρεασμένο από τη gospel οδηγείται σε λυτρωτική κορύφωση με τον Glover σε ρόλο preacher να μας κηρύττει ¨There is love in every moment, under the sun”. Εκείνος κάνει τον απολογισμό του ως σήμερα “Ι did what I wanted to” αποδεχόμενος επιτέλους τον εαυτό του “I said I love me, I said I love me, ah yeah”. Καταλήγει μεγαλοπρεπώς, πάντα θεατρικά και τελικά με μια νότα αισιοδοξίας για να μας πει στα τελευταία δευτερόλεπτα “Get Loose, Feel it, Dance, Do what you wanna do”. Ένα εντυπωσιακό πειραματικό θέατρο κλείνει τις κουρτίνες του. Μια λειτουργία κλείνει με την χορωδία να τραγουδάει gospel και να μας χαιρετά.

Θα ξανάρθουμε.

(Το άρθρο δημοσιεύθηκε αρχικά στο Σκρα Punk.)

Do you have a minute to talk about our crazy dude Reignwolf?

Μπορούμε να πούμε ότι ο Reignwolf είναι σπάνιος. Με blues τρέλα να γυαλίζει στο μάτι του και ατελείωτο groove όταν γρατζουνάει την κιθάρα του με ένα χέρι γιατί με το άλλο κρατάει το μικρόφωνο ή παίζει drums, ο Jordan Cook κάνει τα πάντα.

Αν δεν τον έχετε ξανακούσει, έχω οδηγίες χρήσης.

Το πρώτο κομμάτι που πρέπει να ψάξετε είναι το “Are You Satisfied?” στο live όπου κινδυνεύει λόγω βροχής να πεθάνει από ηλεκτροπληξία ή/και να καταστρέψει πλήθος ακριβών μηχανημάτων ενώ παίζει μπροστά σε ένα εκστατικό κοινό που γίνεται μούσκεμα λιγότερο από όσο ο ίδιος. Το δεύτερο κομμάτι είναι βεβαίως το “Electric Love” γιατί θα διαπιστώσετε μόνοι σας τα περί one man band. Τρίτο και τελευταίο task είναι να ακούσετε το “Hardcore” και απαραιτήτως να χαμηλώσετε τα φώτα γύρω σας.

Ερωτευτήκατε;  Εύγε. Πάμε να σας προσηλυτίσω λίγο.

Ξεκίνησε μόνος και πλέον έχει μπάντα, έπαιξε σε τεράστιες διοργανώσεις όπως το Lollapalooza, το Coachella, το Glastonbury χωρίς καν να έχει κυκλοφορήσει τον πρώτο του δίσκο. Κατάφερε να κάνει tour ως support act στους Black Sabbath και τότε – ευτυχώς για όλους εμάς – συνέθεσε το υλικό για το “Hear Me Out”, το ντεμπούτο που ζητά ακριβώς όπως λέει και ο τίτλος, αυτό που περίμεναν οι fans του επτά χρόνια από το ξεκίνημα του στον μουσικό κόσμο. Να τον ακούσουν.

Και ω, πρέπει να ακούσετε κάθε δευτερόλεπτο.  Κομμάτια όπως το εντυπωσιακά κολλητικό “Ritual”, το ερωτιάρικο “Keeper”, το πιο ραδιοφωνικό “Black and Red”, το στοιχειωμένο “Over and Over”,  το “Alligator” που μου θυμίζει τη γκρούβα των Αθηναίων Supersoul και άρα αγαπώ αμφότερους λίγο παραπάνω, το απεγνωσμένο “Son of a Gun” ,το “I Want You” που φλερτάρει αφοπλιστικά,  το “Wolf River’ που σβήνει το κλίμα του δίσκου μελαγχολικά, διαδέχονται τα καταπληκτικά έως και εθιστικά “In The Dark”, “Hardcore” και “Are You Satisfied”? Αγνό, τρελό και άλλοτε σκοτεινό rock ‘n roll, φοβεροί στίχοι και blues επιρροές  ανάγουν  τον δίσκο ίσως και στην καλύτερη κυκλοφορία της χρονιάς. Η μίξη του album έγινε από τους: Tony Hoffer (Beck, Depech Mode), Mario Caldato Jr. (Beastie Boys), Vance Powell (Jack White, Arctic Monkeys, Chris Stapleton) και Tchad Blake (Pearl Jam, U2), το master από τον Howie Weinberg (Nirvana, Ramones, Cage the Elephant) ενώ συμπαραγωγός ήταν ο ίδιος ο Reignwolf. Όπως καταλαβαίνετε, πολύ λίγα αφέθηκαν στην τύχη τους και το album είναι τρομερά προσεγμένο.

Αν με ρωτούσε λοιπόν κάποιος “if I’m satisfied” με αυτό που ακούω από έναν τύπο που φαίνεται ότι δημιουργήθηκε σε μία παγανιστική γιορτή από τον Buddy Guy, τον Jack White και τον Josh Homme, ενώ άκουγαν πολλά κιλά blues και  rock γύρω από τη φωτιά, η απάντηση μου θα ήταν αμαχητί ΝΑΙ ΔΙΑΟΛΕ, ΝΑΙ.

Τα αστυνομικά του φετινού χειμώνα

Μετά από ένα μεγάλο διάλειμμα από την ανάγνωση λογοτεχνικών βιβλίων στις αρχές του 2018, από το καλοκαίρι επανήλθα διαβάζοντας αναδρομικά όσα βιβλία θα ήθελα να έχω διαβάσει. Το reader’s block αισίως έφυγε κι εγώ ανακάλυψα νέα είδη, κάνοντας την εισαγωγή μου στην κλασσική και την αστυνομική λογοτεχνία.

Ως προς τα αστυνομικά, ξεκίνησα με nordic noir και Jo Nesbo, ένα από πιο ηχηρά σύγχρονα ονόματα στο χώρο, αγαπητό από όλο σχεδόν το αναγνωστικό κοινό. Η νυχτερίδα κύλισε γρήγορα, εγώ μεταφέρθηκα στην Αυστραλία με τον Χάρι Χόλε μέχρι που βρήκε τον δολοφόνο. Ήλπιζα να ενθουσιαστώ, αφού είχα ανάγκη από ένα βιβλίο που να τρέχει εύκολα ώστε να μπω ανώδυνα στον κόσμο του. O στόχος επετεύχθη ωστόσο, δεν μπορώ να πω ούτε ότι έγινα οπαδός της αστυνομικής λογοτεχνίας, ούτε ότι η γραφή του με έχει συναρπάσει. Από την άλλη θα ήμουν άδικη αν τη χαρακτήριζα μέτρια. Συστήνω τη βιβλιογραφία του Νέσμπο ανεπιφύλακτα, απλώς διαφάνηκε νωρίς πως δεν πρόκειται να αγαπήσω τα αστυνομικά περισσότερο από τις fantasy – dystopian – ya – non fiction – contemporary fiction επιλογές μου.

Προχώρησα με Philip Kerr και τον Άνθρωπο χωρίς Ανάσα. Μου άρεσε πολύ περισσότερο επειδή η ιστορία με κεντρικό ήρωα τον Μπέρνι Γκούντερ τοποθετείται χρονικά στο τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου και την μάχη του Κατίν, όπου χωρίς να έχει εξακριβωθεί ποτέ φημολογείται πως είτε από Γερμανούς είτε από Ρώσους σκοτώθηκαν κάποιες δεκάδες χιλιάδες Πολωνοί και θάφτηκαν σε ομαδικό τάφο κοντά στο Σμολένσκ. Άνετα θα πήγαινα από την αρχή τα βιβλία με ήρωα τον Γκούντερ για να διαβάσω και την Τριλογία του Βερολίνου. Μετά από αυτό, διάβασα και το Οι Άντρες με το Ροζ Τρίγωνο, τη μαρτυρία ενός ομοφυλόφιλου από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης των Ναζί, για να μάθω πολλά undersaid ιστορικά στοιχεία για τα δεινά των ομοφυλοφίλων πλάι στους Εβραίους και τους πολιτικούς κρατουμένους.

Ήταν η σειρά ενός από τα – για πάντα αφημένα στο ράφι – αδιάβαστα βιβλία μου, τον Επίμονο Κηπουρό του John Le Carre, όνομα που αρχικά έγινε γνωστό στο συγγραφικό σύμπαν με τις περιπέτειες του Smiley (βλ. την ταινία Tinker Tailor Soldier Spy, ή την νέα σειρά Little Drummer Girl που βασίζονται στα βιβλία του). Η διεθνής του καταξίωση όμως ήρθε με τον Κηπουρό. Πρόκειται για ένα σκάνδαλο φαρμακοβιομηχανίας όπου μία ακτιβίστρια και έπειτα ο σύζυγος της προσπαθούν να ξεσκεπάσουν. Τίθενται οι διαχωριστικές γραμμές μεταξύ ηθικής και δυσκίνητων προξενείων ως αναποτελεσματικών φερεφόνων των διαφόρων κυβερνήσεων, τίθεται το θέμα πανανθρώπινης δράσης πάνω από το οποιοδήποτε ατομικό κόστος ενώ εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με ντετέκτιβ και αστυνομία, αλλά με εταιρίες και κατασκόπους,

Κατόπιν, έκανα στροφή σε μια νέα σχετικά υποκατηγορία του είδους, το λεγόμενο domestic noir, όπου τώρα βρίσκει τεράστιο κοινό και συνακόλουθα εμπορική επιτυχία. Φυσικά διάλεξα ένα από τα γνωστότερα αυτών,  τα Αιχμηρά Αντικείμενα της Gilian Flynn καθώς παράλληλα έβλεπα την τηλεοπτική του μεταφορά με την φοβερή Amy Adams στον πρωταγωνιστικό ρόλο. Το βιβλίο και η σειρά μυρίζουν κίνδυνο και ουίσκι. Η αυτοκαταστροφή είναι το βασικό στοιχείο της ιστορίας και ο Αμερικάνικος Νότος ταιριαστό περιβάλλον για διάφορες κρυμμένες διαταραχές και περιστατικά ενδοοικογενειακής βίας.

 

Τέλος, θα ήταν άδικο να μην διαβάσω κάτι από τα κλασσικά noir με πρώτη μου επιλογή τα 39 σκαλοπάτια του Τζον Μπιούκαν, ένα βιβλίο που κέρδισα στο ίνσταγκραμ από την my secret book. Πρόκειται για το οδοιπορικό του Ριτσαρντ Χάνει, ο οποίος διωκόμενος από κατασκόπους, καταφεύγει από την Αγγλία στην Σκωτία λίγο πριν ξεσπάσει ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος. Σημειωτέον πως από τις πρώτες σελίδες, γίνεται αναφορά στον Καρολίδη, τον Έλληνα πρωθυπουργό της εποχής και το σχέδιο δολοφονίας του με σκοπό να πυροδοτηθεί διπλωματικό επεισόδιο που να δικαιολογεί την έναρξη του πολέμου. Όπου Καρολίδης, σημειώσατε Βενιζέλος.  Για άλλη μια φορά, με εξαίρεση την περίπτωση του Kerr παραπάνω, δεν ενθουσιάστηκα, η ιστορία του Χάνει όμως μου έμεινε, μου έφερε αμυδρά λιγάκι τον Επίμονο Κηπουρό – λογικό αφού ο Μπιούκαν λέγεται πως επηρέασε τους μεταγενέστερους συγγραφείς κατασκοπικής λογοτεχνίας – και επίσης σε μίαμιση μέρα το είχα τελειώσει, απόδειξη πως κυλάει πανεύκολα. Καλή επιλογή.